σανδαλίσκος

σανδαλίσκος
σανδαλ-ίσκος, , Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ -κον Blass):—also [full] σαμβᾰλίσκος, , heterocl. pl. -ίσκα, Hippon.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σανδαλίσκος — ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • σανδαλίσκον — σανδαλίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • σαμβαλίσκος — ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. σανδαλίσκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”